ακράχολος

ακράχολος
ἀκράχολος, -ον και ἀκρόχολος (Α)
1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος
2. (για ζώα) άγριος
3. πολύ λυπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση τής λ. από τον τ. *ἀκρᾱτ-χολος < *ἄκρᾱς (=άκρατος) + -χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί αμάρτυρος τ. σχηματισμένος πιθανόν αναλογικά προς το εὐκρᾱς, -ᾱτος (= εύκρατος), που θα σήμαινε «τον έχοντα καθαρή, μη αναμεμιγμένη (σε παραπτώματα) συνείδηση» (πρβλ. θ. κρᾱ-, κεράννυμι, ἄκρατος, κρατήρ), είναι προβληματική. Τύπος ἄκρᾱς δεν μαρτυρείται, μολονότι αντιτείνεται πως υπάρχει στη λ. ἀκρήσπεδος τού Ησυχίου: ἀκρήσπεδος
η αγαθή (ενν. γη). Εξάλλου στη σύνθεση θα περίμενε κανείς κανονικά τ. *ἀκρᾱτόχολος, με συνθ. φωνήεν -ο-, αντί *ἀκρᾱτ-χολος. Έτσι είναι προτιμότερο να δεχθούμε την παραγωγή τής λ. ἀκράχολος απευθείας από τη φρ. «ἄκρᾱ χολὴ» (> ἀκράχολος, «σύνθετο εκ συναρπαγής»), απ’ όπου αργότερα ο τ. ἀκρόχολος κατά τα πολλά σύνθετα τού ἄκρος (ἀκρο-) με συνθ. φωνήεν -ο-.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκραχολέω, ἀκραχολία. Βλ. και λήμμα ακ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακράχολος — η, ο οξύθυμος: Απόφευγαν τη συντροφιά του, γιατί ήταν άνθρωπος ακράχολος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκράχολος — ἀκρά̱χολος , ἀκράχολος quick to anger irascible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροχολώτατον — ἀκράχολος quick to anger irascible masc acc superl sg ἀκράχολος quick to anger irascible neut nom/voc/acc superl sg ἀκρόχολος quick to anger irascible masc acc superl sg ἀκρόχολος quick to anger irascible neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρόχολον — ἀκράχολος quick to anger irascible masc/fem acc sg ἀκράχολος quick to anger irascible neut nom/voc/acc sg ἀκρόχολος quick to anger irascible masc/fem acc sg ἀκρόχολος quick to anger irascible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροχόλοις — ἀκράχολος quick to anger irascible masc/fem/neut dat pl ἀκρόχολος quick to anger irascible masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροχόλου — ἀκράχολος quick to anger irascible masc/fem/neut gen sg ἀκρόχολος quick to anger irascible masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροχόλους — ἀκράχολος quick to anger irascible masc/fem acc pl ἀκρόχολος quick to anger irascible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροχόλων — ἀκράχολος quick to anger irascible masc/fem/neut gen pl ἀκρόχολος quick to anger irascible masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροχόλῳ — ἀκράχολος quick to anger irascible masc/fem/neut dat sg ἀκρόχολος quick to anger irascible masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρόχολα — ἀκράχολος quick to anger irascible neut nom/voc/acc pl ἀκρόχολος quick to anger irascible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”